- Αιγυπτιώτης
- οθηλ. -ισσα ξένος εγκατεστημένος στην Αίγυπτο: Αιγυπτιώτες Έλληνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αιγυπτιώτης — Μόνιμος κάτοικος της Αιγύπτου, που ωστόσο είναι ξένης εθνικότητας· π.χ. οι Α. Έλληνες. * * * ο (θηλ. ώτισσα) [Αίγυπτος] αυτός που κατοικεί μόνιμα στην Αίγυπτο, χωρίς να κατάγεται από αυτήν, ξένος γεννημένος στην Αίγυπτο φρ. «οι Αιγυπτιώτες… … Dictionary of Greek
Αιγυπτιώτης Έλλην — Εβδομαδιαία εφημερίδα με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1932 40). Στις σελίδες της καταχωρούσε και κείμενα στην αραβική. Ιδρυτής της υπήρξε ο Άγγελος Κασιγόνης … Dictionary of Greek
Greeks in Egypt — The Greeks had a thriving presence in Egypt from the Hellenistic period up to today.AntiquityGreeks have been living in Egypt since the ancient times. Herodotus, who visited Egypt in the 5th century BCE, wrote that the Greeks were the first… … Wikipedia
Греки в Египте — Греки в Египте греческая община в Египте, которая сейчас насчитывает до 4 тысяч человек. Содержание 1 История 2 19 20 века 3 Понтийцы Египта … Википедия
Ευφράτης — I (αραβ. Ελ Φουράτ, τουρκ. Φιράτ). Ποταμός (2.760 χλμ.) της δυτικής Ασίας με λεκάνη απορροής 765.000 τ. χλμ. Λόγω του μήκους του είναι ένας από τους σημαντικότερους ποταμούς της ηπείρου. Εκβάλλει στον Ινδικό ωκεανό. Πηγάζει από την τουρκική… … Dictionary of Greek